Η ημικρανία είναι μία από τις συχνότερες νευρολογικές διαταραχές, που επιφέρει σημαντικού βαθμού αναπηρία στους πάσχοντες και επηρεάζει δυσμενώς τις προσωπικές, κοινωνικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες. Παρότι ο μηχανισμός πρόκλησης των ημικρανικών κρίσεων είναι σε μεγάλο βαθμό γνωστός και αποσαφηνισμένος και παρά το γεγονός ότι μεγάλη γκάμα φαρμάκων βρίσκεται στη διάθεση των κλινικών ιατρών, τόσο για την άμεση αντιμετώπισή της (όπως οι τριπτάνες) όσο και για την προφυλακτική θεραπεία, συχνά με εξαιρετικά αποτελέσματα, η απόλυτα αποτελεσματική θεραπεία της ημικρανίας σε όλους τους πάσχοντες δεν έχει επιτευχθεί ακόμη.
Νέες εξελίξεις όμως διαφαίνονται στον τομέα της θεραπευτικής της ημικρανίας, μετά από αρκετά χρόνια “σιγής”, που πρόκειται να αλλάξουν τα δεδομένα και σε αυτήν την πάθηση. Η επιστημονική έρευνα επί σειρά ετών είχε επικεντρωθεί σε ένα νευροδιαβιβαστή, ο οποίος αποδεδειγμένα παίζει κομβικό ρόλο στην πρόκληση των κρίσεων της ημικρανίας. Το όνομα αυτού CGRP (Calcitonin Gene Related Peptide). Η νέα τάση που διαμορφώνεται, αφορά στην δημιουργία “έξυπνων” και υψηλής βιοτεχνολογίας φαρμάκων, που στρέφονται εναντίον αυτού του νευροδιαβιβαστή ή του υποδοχέα του, σε συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου, που αποτελούν μέρος του κυκλώματος απαρτίωσης του πόνου, εμποδίζοντας τη δράση του και αναστέλλοντας την πρόσκληση κρίσεων ημικρανίας.
Δύο βασικές κατηγορίες νέων φαρμάκων αναπτύσσονται στο πεδίο αυτό:
Α. Μικρομοριακές ουσίες (Gepants). Οι ουσίες αυτές δεσμεύουν συγκεκριμένες θέσεις σύνδεσης του CGRP στον υποδοχέα του, δρώντας ανταγωνιστικά έναντι του CGRP και παρεμποδίζοντας τη δράση του. Αν και οι κλινικές δοκιμές των πρώτων Gepants ξεκίνησαν πριν από αρκετά χρόνια, δεν ευδοκίμησαν όλες. Αρκετά από αυτά τα πολλά υποσχόμενα μόρια, παρά την υψηλή τους αποτελεσματικότητα, εγκαταλείφθηκαν, κυρίως για λόγους ηπατοτοξικότητας. Νεώτερης γενιάς όμως Gepants, όπως το Ubrogepant, ολοκλήρωσαν φάσης ΙΙb κλινικές δοκιμές, καταδεικνύοντας παράλληλα υψηλή αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των κρίσεων της ημικρανίας και ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας και αναμένεται να ξεκινήσουν το τελικό πρόγραμμα κλινικών δοκιμών, με μεγάλης κλίμακας μελέτες φάσης ΙΙΙ.
Β. Μονοκλωνικά αντισώματα (mAbs). Πρόκειται για μεγαλομοριακές ουσίες, οι οποίες δεσμεύουν είτε τον υποδοχέα του CGRP είτε συνηθέστερα το ίδιο το μόριο του CGRP και το αδρανοποιούν. Η συχνότητα χορήγησης είναι ιδιαιτέρως ελκυστική, καθώς χορηγούνται είτε υποδορίως ανά μήνα είτε ενδοφλεβίως άπαξ. Τέσσερα τέτοια mAbs βρίσκονται ήδη σε στάδιο προχωρημένων κλινικών δοκιμών. Πρόκειται για τα μόρια ALD403, TEV48125, Galcanezumab και Erenumab. Τα αποτελέσματα των κλινικών μελετών φάσης IIb ήταν εντυπωσιακά, ενώ η χορήγησή τους είναι απολύτως ασφαλής.
Συμπερασματικά, οι δύο αυτές κατηγορίες εξειδικευμένων φαρμάκων, αναμένεται να αλλάξουν θεαματικά το τοπίο στην αντιμετώπιση της ημικρανίας. Τα μεν Gepants, χορηγούμενα από του στόματος, θα συμπληρώσουν τη φαρέτρα των κλινικών ιατρών στη συμπτωματική αντιμετώπιση των κρίσεων της ημικρανίας παρέχοντας ταχεία εξάλειψη του πόνου, τα δε mAbs, χορηγούμενα παρεντερικώς, θα καταστήσουν την προφύλαξη έναντι των κρίσεων πιο εύκολη υπόθεση, παρέχοντας ανακούφιση σε εκατομμύρια ασθενών.
Νικόλαος Φ. Φάκας MD PhD
Διευθυντής Νευρολογικής Κλινικής
401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών
0 Comments
No Comments Yet!
You can be first to comment this post!